- φορούμενος
- φορέωrepeatedpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OPSIANUS Lapis — Graecis Ο῾ψιανὸς, apud Auctorem Peripli, Α῞μμος ἐςτὶ πολλὴ κεχυμένη, καθ᾿ ἧς εν βάθει κεχωσμένος ἑυρίσκεται ὁ ὀψςανὸς λίθος, εν ἐκείνῃ μόῃ τοπικᾶς γενόμενος, Subulum est multum congestum, in quo profunde obrutus reperitur. Opsianus lapis, in illa … Hofmann J. Lexicon universale
σάλος — ο, ΝΜΑ 1. ισχυρή κύμανση τής θάλασσας, θαλασσοταραχή («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῑς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», Ευρ.) 2. (για πλοία, καθώς και για τους επιβάτες του) κλυδωνισμός λόγω τρικυμίας 3. μτφ. α) θορυβώδης ανακίνηση, ανατάραξη (α. «σάλο… … Dictionary of Greek